- πεντηκοστεύομαι
- Α [πεντηκοστή]1. φορολογούμαι, επιβαρύνομαι με τον φόρο τής πεντηκοστής ή καταβάλλω τον φόρο τής πεντηκοστής2. (για πράγμα) καταβάλλεται, πληρώνεται ο φόρος μου3. α) (κατά τον Αρποκρ.) «τὴν πεντηκοστὴν πράττομαι»β) (κατά τον Φώτ.) «πεντηκοστεύεσθαι δὲ τὸ πράττεσθαι τὴν πεντηκοστήν».
Dictionary of Greek. 2013.